- δυσαρέστων
- δυσάρεστοςhard to appeasemasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσαρεστῶν — δυσαρεστέω suffer annoyance pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγχος — Σωματική και ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από το αίσθημα διάχυτου φόβου, ο οποίος μπορεί να φτάσει από την ανησυχία έως τον πανικό, με οδυνηρά αισθήματα περίσφιξης του θώρακα και του λαιμού. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα άγχω (= σφίγγω τον … Dictionary of Greek
αποσμητικός — ή, ό 1. ικανός ή κατάλληλος για απόσμηση 2. το ουδ. ως ουσ. καλλυντικό παρασκεύασμα που έχει ως προορισμό την αναστολή ή κάλυψη των δυσάρεστων οσμών του ανθρώπινου σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεοελλ. αποσμώ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ … Dictionary of Greek
γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου … Dictionary of Greek
διεκτραγώδηση — η η εξιστόρηση ή παρουσίαση δυσάρεστων γεγονότων ή καταστάσεων με τρόπο που θυμίζει τραγωδία ώστε να προκληθεί συγκίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < διεκτραγῳδῶ. Η λ., στον λόγιο τύπο διεκτραγῴδησις, μαρτυρείται το 1896 από τον Δ. Α. Αναστασόπουλο στην… … Dictionary of Greek
δυσάγγελος — ο (AM δυσάγγελος, ον) άγγελος δυσάρεστων ειδήσεων, αυτός που σημαίνει ή αναγγέλλει κάτι κακό … Dictionary of Greek
εξευγενισμός — Διαδικασία κατεργασίας ή επεξεργασίας μη τελικών προϊόντων, με σκοπό τη βελτίωση των χαρακτηριστικών τους. Από τις πιο συνηθισμένες διαδικασίες ε. είναι οι ακόλουθες: Ο ε. των ορυκτών ελαίων, που επιτυγχάνεται με διαδοχικές χημικές επεξεργασίες… … Dictionary of Greek
επιδημία — η (AM ἐπιδημία) [επιδημώ] 1. παθολογική κατάσταση, συνήθως λοιμώδης, μεταδοτική νόσος που προσβάλλει μεγάλο αριθμό ατόμων τής ίδιας περιοχής 2. συχνή και εκτεταμένη εμφάνιση δυσάρεστων γεγονότων («επιδημία ληστειών») 3. παραμονή στον τόπο… … Dictionary of Greek
κακοσμία — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη δυσάρεστων οσμών. Η κ. διακρίνεται σε αντικειμενική, που γίνεται αντιληπτή από το περιβάλλον του ασθενή, αλλά όχι από τον ίδιο, εξαιτίας της καταστροφής του οβλητικού βλεννογόνου, και σε… … Dictionary of Greek
κατάθλιψη — Ψυχική διαταραχή, η οποία χαρακτηρίζεται από έντονο συναίσθημα λύπης, απελπισίας, απαισιοδοξίας, ενοχής και γενική απώλεια ενδιαφέροντος για τη ζωή. Συχνά, το άτομο που πάσχει από κ. ανησυχεί συνεχώς για την υγεία του, ως αποτέλεσμα δυσάρεστων… … Dictionary of Greek